Κείμενο που μοιράσαμε, στις 29 Ιουνίου, στην πόλη της Αλεξανδρούπολης με αφορμή τις γυναικοκτονίες που γίνονται καθημερινά. Τελευταίο γνωστό παράδειγμα ο βιασμός και δολοφονία της S. Eaton στην Κρήτη.
ΔΕΚΑΔΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΝΤΑΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ
Από τα τέλη του 2018 μέχρι και σήμερα μετράμε στην Ελλάδα τουλάχιστον 10 γυναικοκτονίες που να έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας. Από τους βιαστές και δολοφόνους της Ε. Τοπαλούδη στη Ρόδο και τον “ψυχικά ασταθή” κατά συρροή δολοφόνο 6 γυναικών στην Κύπρο μέχρι τον πατέρα που σκότωσε την κόρη του Αγγελική στην Κέρκυρα και τον άντρα που σκότωσε τη σύζυγο του Ερατώ στη Λέσβο η ουσία είναι μία: η πατριαρχία οπλίζει, βιάζει και σκοτώνει καθημερινά.
Οι γυναικοκτονίες είναι η αποκορύφωση της έμφυλης βίας/καταπίεσης που βιώνουμε όλες καθημερινά. Τις ορίζουμε ως γυναικοκτονίες γιατί τις αντιλαμβανόμαστε όχι απλά ως τη δολοφονία μιας γυναίκας, αλλά αυτής που διαπράττεται λόγω του φύλου της και της μη συμμόρφωσής της στα κοινωνικά πρότυπα που αυτό επιβάλλει. Όλα αυτά τα πρότυπα προέρχονται από την πατριαρχική εξουσία που αποτελεί κύριο δομικό στοιχείο και της σημερινής κοινωνίας. Διαχωρίζει τους ανθρώπους ανάλογα με το φύλο τους θέλοντας τον άντρα κυρίαρχο και τη γυναίκα χωρίς πλήρη έλεγχο πάνω στο σώμα και στη ζωή της και υπάκουη στον πατέρα/σύζυγο/σύντροφο/γιο της.
Κάθε φορά που διαπράττεται μια γυναικοκτονία παρατηρούμε μια προσπάθεια από τα ΜΜΕ και συντηρητικά κομμάτια της κοινωνίας να τη “στολίσει” όσο καλύτερα γίνεται ώστε να γίνει εύπεπτη και να απομακρύνει την κοινή γνώμη από τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους συνέβη. Η τακτική που ακολουθείται είναι στην ουσία η κατασκευή ενός προφίλ για τον θύτη που θα τον δικαιολογεί (π.χ. τη σκότωσε από αγάπη, ήταν άνεργος κ είχε άγχος ) απενοχοποιώντας έτσι την πράξη του ή σε στοιχεία που τον καθιστούν ξένο προς την κοινωνία και τις αξίες της σύμφωνα με τον κυρίαρχο λόγο (π.χ. μετανάστης, άστεγος, σχιζοφρενής).
Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε τα λεγόμενα “εγκλήματα πάθους και τιμής”, αυτές τις “άτυχες στιγμές” όπου ο άντρας θολώνει από την ζήλια, όπως ακριβώς παρουσιάστηκε το έγκλημα στη Λέσβο, όπου η Ερατώ δολοφονήθηκε από τον σύζυγο της επειδή ζήτησε διαζύγιο. Άλλο ένα άλλοθι που δίνεται συχνά στους θύτες είναι η ψυχολογική επιβάρυνση που προκύπτει από την ανεργία και τα οικονομικά προβλήματα του σπιτιού, όταν δηλαδή ένας άντρας δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στον έμφυλο ρόλο που του δίνεται ως προστάτης-κουβαλητής του σπιτιού και ξεσπάει στην γυναίκα ως “σάκο του μποξ”.
Στη δεύτερη περίπτωση, γίνεται μια προσπάθεια πλήρους αποστασιοποίησης της κοινωνίας από τα γεγονότα χρησιμοποιώντας ρατσιστικές προκαταλήψεις για να θέσει εκτός του κοινωνικού συνόλου τον θύτη. Χρησιμοποιεί χαρακτηριστικά του όπως για παράδειγμα το ότι είναι μετανάστης ή ψυχιατρικά ασθενής κ δικαιολογεί με βάση αυτά την γυναικοκτονία που διέπραξε αποπροσανατολίζοντας από την πραγματική αίτια τους που είναι η πατριαρχία. Τέτοιες αυθαίρετες λογικές στιγματίζουν αναίτια ολόκληρες κοινωνικές ομάδες δηλώνοντας για παράδειγμα ότι είναι λογικό ένας σχιζοφρενής να είναι δολοφόνος ή ότι όλοι οι μετανάστες είναι βιαστές. Ο λόγος που ο Νίκος Μεταξάς (Ορέστης) σκότωσε στην Κύπρο μόνο γυναίκες δεν είχε να κάνει με ψυχιατρικά προβλήματα αλλά με την εξουσία που ένοιωθε ότι είχε απέναντι στο σώμα κ στην ζωή τους. Μια εξουσία που πηγάζει κ από το κυρίαρχο αντρικό φύλο του αλλά κ από την υπεροχή του έναντι σε μετανάστριες- εργάτριες. Επίσης δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε τους ρατσιστικούς διαχωρισμούς για τον θύτη όταν αυτός έχει άλλη χώρα καταγωγής , όπως έγινε απροκάλυπτα η διάκριση του ενός δολοφόνου από την Αλβανία σε σύγκριση με τον Έλληνα, στην υπόθεση της Ελένης Τοπαλούδη στη Ρόδο.
Όσον αφορά το θύμα ερχόμαστε αντιμέτωπες με το εξής παράδοξο: οι βιασμοί και οι γυναικοκτονίες είναι τα μόνα εγκλήματα όπου συχνά ψάχνουν να βρούνε μερίδιο ευθύνης και στο θύμα. Συχνά οι γυναίκες δολοφονούνται από άτομα του οικογενειακού περιβάλλοντος ή τους συντρόφους τους, γιατί “προκάλεσαν την οργή τους” ΄όταν δεν επιτέλεσαν σωστά τον κοινωνικό ρόλο τους που τους έχει επιβληθεί, με βάση το φύλο τους, όπως αναφέραμε παραπάνω. Σε άλλες περιπτώσεις που ο θύτης δεν μπαίνει σε μία από τις παραπάνω κατηγορίες οι γυναίκες θεωρείται ότι “τα ήθελαν και τα έπαθαν” λόγω του τρόπου ζωής που επέλεξαν, ο οποίος απέκλινε από το πρότυπο του ήσυχου “καλού κοριτσιού”.
Η κοινή γνώμη επιδίδεται σε μια προσπάθεια σπίλωσης της εικόνας του θύματος προκειμένου να γίνουν πιο εύπεπτες οι συνθήκες και οι αιτίες δολοφονίας της. Έτσι, ερευνούν κάθε πτυχή της ζωής τους και εστιάζουν στο “προκλητικό” ντύσιμο, τη διασκέδαση τους και τη σεξουαλική τους ζωή θεωρώντας τες ελαφρών ηθών και χάνοντας πλήρως την ουσία και την πραγματική έμφυλη ρίζα του προβλήματος. Παράδειγμα είναι η υπόθεση της Ε. Τοπαλούδη στη Ρόδο που κύρια ερώτηση ήταν “Τι έκανε αυτή με δύο άντρες μόνη;”. Ακόμα και όταν τίποτα από τα παραπάνω δεν μπορούν να του προσάψουν, το θύμα κατηγορείται που δεν κατήγγειλε την κακοποίηση του στις αρχές ή που δεν έδρασε μόνο του. Από την άλλη, ακόμα και να έμπαινε σ’ αυτή τη διαδικασία θα ερχόταν αντιμέτωπη με την κοινωνική κατακραυγή και την απαξίωση των μπάτσων και θα κατέληγε μόνη της και περιθωριοποιημένη χωρίς να έχει λυθεί το πρόβλημά της. Αμφισβητούνται λοιπόν γιατί δεν αντέδρασαν, κατηγορούνται όταν το κάνουν. Αποτέλεσμα της παραπάνω στάσης είναι γυναίκες μερικές φορές να οδηγούνται στην αυτοκτονία μετά από χρόνια κακοποίησης και παράλληλα το φταίξιμο να πέφτει πάλι σε αυτές αγνοώντας τον πραγματικό λόγο της αυτοχειρίας τους όπως η Σύρμω στην Ορεστιάδα.
Εμείς, όταν ερχόμαστε αντιμέτωπες/οι με μία γυναικοκτονία, το μόνο αίτιο που μπορούμε να διακρίνουμε είναι η έμφυλη καταπίεση την οποία και καταδικάζουμε. Οι κοινωνικά κατασκευασμένοι έμφυλοι ρόλοι κρατούνε δέσμιους τόσο τους άνδρες όσο και τις γυναίκες. Παρόλα αυτά δεν μπορούμε να μην αναγνωρίζουμε τη σχέση ισχύος του αντρικού φύλου, και κατά συνεπεία την εξουσιαστική σχέση του άνδρα προς τη γυναίκα που προκύπτει: Το πατριαρχικό πρότυπο θέλει τις γυναίκες πάντα υποδεέστερες, παθητικές απέναντι σε κάθε είδους εξαναγκασμό, παρενόχληση, βιασμό μέχρι και τη δολοφονία τους. Αντίστοιχα θέλει τον άντρα “κυνηγό”, κυρίαρχο τόσο στο σπίτι όσο και στην κοινωνία και αφέντη του σώματος κάθε γυναίκας που βλέπει ως κτήμα του.
H αναγνώριση της κάθε είδους καταπίεσης που ασκείται στο μυαλό και τα σώματα μας είναι ένα ακόμα βήμα προς μια συνολικότερη αμφισβήτηση της σύγχρονης κοινωνίας των ισχυρών, των κανονικών, των καθωσπρέπει, των ανταγωνιστικών σχέσεων και του κοινωνικού κανιβαλισμού.
Εναντιωνόμαστε στους κοινωνικά κατασκευασμένους έμφυλους ρόλους και δεν σιωπούμε μπροστά σε περιστατικά έμφυλης βίας και καταπίεσης στις γειτονιές, τα σχολεία, τις σχολές και τους χώρους εργασίας μας.
Δεν ήταν έγκλημα πάθους, δεν ήταν ατυχία, ήταν ο σεξισμός και η πατριαρχία.
Καμία μόνη μπροστά στην έμφυλη βία
Κατάληψη Παλιού Νεκροτομείου